Λυτήριος

Λυτήριος
Λυτήριος
loosing
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • λυτήριος — loosing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτήριον — λυτήριος loosing masc/fem acc sg λυτήριος loosing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίοις — Λυτήριος loosing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτηρίοις — λυτήριος loosing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίου — Λυτήριος loosing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτηρίου — λυτήριος loosing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίους — Λυτήριος loosing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτηρίους — λυτήριος loosing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίων — Λυτήριος loosing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”